Ελαιόλαδο: Η απόφαση που θα ρίξει τις τιμές

Η μεγάλη αβεβαιότητα για την έκβαση της φετινής ελαιοκομικής περιόδου καθιστά επισφαλή την πρόβλεψη για την τιμή του ελαιολάδου στο ράφι.

Ελαιόλαδο: Η απόφαση που θα ρίξει τις τιμές

Η αβεβαιότητα για την έκβαση της φετινής ελαιοκομικής περιόδου καθιστά επισφαλή την πρόβλεψη για την τιμή που θα έχει το ελαιόλαδο στο ράφι.

Οι ελαιοπαραγωγοί ζητούν κίνητρα, μπροστά στον κίνδυνο μεταστροφής των καταναλωτών σε σπορέλαια και άλλες εναλλακτικές επιλογές χαμηλότερου κόστους.

Να σημειωθεί ωστόσο πως σε παγκόσμια η παραγωγή ελαιολάδου προβλέπεται αυξημένη, κοντά στα περσινά επίπεδα δε, γεγονός που εκτιμάται ότι θα κρατήσει τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.

Η ώρα της πτώσης των τιμών για το ελαιόλαδο

Για να διαχειριστούν τις παρενέργειες, ορισμένες χώρες λαμβάνουν μέτρα, όπως π.χ. η Ισπανία, που υιοθέτησε από 1ης Ιουλίου μηδενικό ΦΠΑ στο ελαιόλαδο, αντιμετωπίζοντας το προϊόν ως είδος πρώτης ανάγκης. Μάλιστα, είχε προηγηθεί μείωση του συντελεστή στο 5%, από 10% προηγουμένως. Δεδομένου ότι ο ΦΠΑ στο ελαιόλαδο στην Ελλάδα είναι στο 13%, οι παραγωγοί προτείνουν παρόμοια μέτρα. Ο Μύρων Χιλετζάκης, πρόεδρος Μικρών Συνεταιρισμών της ΕΘΕΑΣ, εκτίμησε μιλώντας στο powergame.gr ότι επιδότηση στον παραγωγό και κίνητρα όπως το παραπάνω θα δώσουν την ευκαιρία στους καταναλωτές να διατηρήσουν τις συνήθειες υψηλής διατροφικής αξίας, εξακολουθώντας να προτιμούν το ελαιόλαδο έναντι άλλων πιο οικονομικών λαδιών, σε μια περίοδο που η παραγωγή βρίσκεται μπροστά σε προκλήσεις.

Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα οι τιμές για τον παραγωγό κινούνται χαμηλότερα από πέρυσι, καθώς προβλέπεται αύξηση παραγωγής φέτος κατά 50%-60% συγκριτικά με την περσινή χρονιά, αλλά η πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής, καθώς δεν μπορούν να προβλεφθούν οι καιρικές συνθήκες μέχρι τη συγκομιδή της ελιάς και την παραγωγή του ελαιολάδου έπειτα από μερικούς μήνες.

«Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί η φετινή σεζόν, η οποία μπορεί και να μην τελειώσει», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Χιλετζάκης. Οι κλιματικές συνθήκες τους επόμενους 4 μήνες θα είναι καθοριστικές. Προς το παρόν οι παραγωγοί μιλούν για μεσοβεντέμα, δηλαδή μέση παραγωγή και πάνω από τα περσινά επίπεδα (γύρω στους 200.000 με 250.000 τόνους), αλλά κρατούν μικρό καλάθι, λόγω της αβεβαιότητας για τις συνθήκες που θα επικρατήσουν το επόμενο διάστημα. Ας ληφθεί υπόψη ότι το 80% του ελληνικού ελαιώνα είναι μη αρδευόμενος, που σημαίνει πρακτικά ότι ποτίζεται όταν βρέχει. Με τον ελαφρύ χειμώνα που προηγήθηκε και τις υψηλές θερμοκρασίες τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού, το μέλλον ανατέλλει μάλλον δυσοίωνο.
Η νευρικότητα των τιμών και η στροφή στα σπορέλαια

Οι τιμές παραγωγού κυμαίνονται στα 8 ευρώ σήμερα από 8,5 ευρώ την ίδια εποχή πέρυσι, αλλά τότε δεν υπήρχαν ποσότητες.

Τα παραπάνω προοιωνίζονται σχετική πτώση των τιμών στο ράφι, υπό την προϋπόθεση ότι οι καιρικές συνθήκες θα ευνοήσουν την παραγωγή. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα λάδια που διακινούνται σήμερα είναι από την περσινή σεζόν.

Εν τω μεταξύ, το αλαλούμ με τις τιμές του ελαιολάδου, παγκοσμίως, έχει στρέψει πολλούς καταναλωτές σε εναλλακτικά προϊόντα, όπως τα σπορέλαια. Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται ανησυχητικό από παράγοντες της αγοράς, που τονίζουν τον κίνδυνο αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες. Σημειώνεται ότι οι Έλληνες είναι στη 2η θέση της κατάταξης σε κατανάλωση ελαιολάδου στην Ευρώπη, με τους Ισπανούς στην 1η θέση. Επομένως, απαιτούνται μέτρα για την πρόληψη νέων διαταραχών, όπως τονίζουν Έλληνες παραγωγοί, που προτείνουν επιδότηση στον παραγωγό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παγκοσμίως οι εκτιμήσεις για την επόμενη σεζόν αναφέρουν μια περαιτέρω μείωση της παραγωγής, που θα διατηρήσει την ανοδική τάση των τιμών. Ειδικότερα, το 2024, παρά την αυξημένη παραγωγή που προβλέπεται για μεγάλους παραγωγούς, όπως Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα, η παγκόσμια παραγωγή υπολογίζεται ότι θα μειωθεί περαιτέρω κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους από 2,55 εκατ. τόνους έναν χρόνο πριν (International Olive Oil Council, 2024). Μεγαλύτερη μείωση παραγωγής, πάντως, προβλέπεται από χώρες εκτός ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι η μείωση της παραγωγής οδήγησε σε αύξηση των τιμών παραγωγού πέρυσι, που μεταφέρθηκε στους εισαγωγείς, τις αλυσίδες του λιανεμπορίου και τελικά στους καταναλωτές. Η τιμή του ελαιολάδου εκτοξεύθηκε το β’ εξάμηνο του 2023, με αύξηση που ξεπέρασε το 50% κατά μ.ό. στην ΕΕ. Οι ανοδικές τάσεις συνεχίζονται με διακυμάνσεις στο α’ εξάμηνο του 2024 και είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάρτιο έδειξαν αύξηση 67,2%, ενώ υπολογίζεται ότι το προϊόν έχει ανατιμηθεί πάνω από 140% από το 2020.

Ωστόσο, οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες στην Ισπανία και οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την παραγωγή στην Ελλάδα οδήγησαν σε μικρή μείωση των τιμών. Οι καταναλωτικές τάσεις είναι σε ένα μεταίχμιο, χωρίς να έχουν εδραιωθεί ακόμη αλλαγές, αλλά με ορατό κίνδυνο πολλοί να αρχίσουν να υποκαθιστούν το ελαιόλαδο με εναλλακτικά προϊόντα μικρότερης αξίας. Στην Ελλάδα πολλά νοικοκυριά εστιάζουν στην υγιεινή διατροφή, αλλά το υψηλό κόστος ζωής τούς στρέφει ολοένα περισσότερο σε πιο οικονομικά προϊόντα. Παρόμοιοι κίνδυνοι θα πρέπει να υπολογίζονται στις εξαγωγές. Για παράδειγμα, η Ελλάδα εξήγαγε στη Μεγάλη Βρετανία πέρυσι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο αξίας 15,3 εκατ. λιρών (2,4 εκατ. τόνοι), με μέση αξία ανά κιλό 6,4 λίρες (έναντι 4,6 το 2022). Οι εξαγωγές μας σχεδόν διπλασιάστηκαν σε αξία σε σχέση με το προηγούμενο έτος στη συγκεκριμένη κατηγορία (+84%), ενώ αυξήθηκαν σημαντικά και οι εξαγόμενες ποσότητες (+33%). Παρόμοια κινήθηκαν οι εξαγωγές της Ισπανίας. Η αύξηση της αξίας του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά τις εισαγόμενες ποσότητες στην εξεταζόμενη χώρα (πτώση μόνο κατά 2,8%), υποδεικνύοντας χαμηλή ελαστικότητα της ζήτησης εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου σε σχέση με την αξία του.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας Εσόδων και Τελωνείων (HMRC), που αφορούν το πρώτο τετράμηνο του 2024 (Ιανουάριος-Απρίλιος), οι εισαγωγές ελληνικού ελαιολάδου ανήλθαν σε αξία σε 6,8 εκατ. λίρες, έναντι 3,8 εκατ. λιρών την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (αύξηση κατά 76%), ενώ και οι εισαγόμενες ποσότητες κατέγραψαν αύξηση κατά 10% (774 τόνοι έναντι 701 την αντίστοιχη περίοδο του 2023). Είναι ζητούμενο, όμως, πώς θα εξελιχθεί η ζήτηση εάν οι τιμές παραμένουν υψηλές επί μακρόν.